ωμόσιτος

ωμόσιτος
-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό-σιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὠμόσιτον — ὠμόσῑτον , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem acc sg ὠμόσῑτον , ὠμόσιτος eating raw meat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • ωμοσιτία — ἡ, Α [ὠμόσιτος] το να τρώει κανείς ωμές τροφές …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ὠμοσίτοις — ὠμοσί̱τοις , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοσίτου — ὠμοσί̱του , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόσιτα — ὠμόσῑτα , ὠμόσιτος eating raw meat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόσιτοι — ὠμόσῑτοι , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”